- συμβολαιογράφος
- ο нотариус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβολαιογράφος — notary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
συμβολαιογράφος, ο — η αυτός που συντάσσει τα συμβόλαια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολαιογράφοι — συμβολαιογράφος notary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφοις — συμβολαιογράφος notary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφον — συμβολαιογράφος notary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφου — συμβολαιογράφος notary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφους — συμβολαιογράφος notary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαιογράφων — συμβολαιογράφος notary masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
νοτάριος — ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος) αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο νεοελλ. μσν. (στα Επτάνησα κατά την περίοδο τής… … Dictionary of Greek